Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοσμένα, επίρρ.· 'μοσμένα.
-
- Με όρκο, ενόρκως:
- ήθελα και από σε να δω τό τάσσεσαι 'μοσμένα (Φαλιέρ., Ιστ. 740).
[<μτχ. παρκ. του ομόνω]
- Με όρκο, ενόρκως: