Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομορφο- [omorfo] & ομορφό- [omorfó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ομορφ- [omorf], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. σε σύνθετα επίθετα, δηλώνει ότι στο προσδιοριζόμενο είναι όμορφο, ωραίο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~πρόσωπος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά ουσιαστικά δηλώνει ότι είναι όμορφο αυτό που υπάρχει ως β' συνθετικό: ~νιός, ομορφόπαιδο· ομορφάντρας, ANT ασχημο-.
[μσν. ομορφ(ο)- θ. του επιθ. όμορφ(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ομορφο-κάμωτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομορφοκόριτσο το [omorfokóritso] Ο41 : (οικ.) για όμορφο κορίτσι.
[ομορφο- + κορίτσ(ι) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομορφονιός ο [omorfonós] Ο17 θηλ. ομορφονιά [omorfoná] Ο24 & μορφονιός ο [morfonós] Ο17 θηλ. μορφονιά [morfoná] Ο24 : 1. (παρωχ.) για πολύ όμορφο νέο. 2. (ειρ.) για νέο που παριστάνει τον όμορφο ή είναι πολύ άσχημος.
[ομορφο- + νιος, νια· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομορφόπαιδο το [omorfópeδo] Ο41 : (οικ.) για όμορφο αγόρι ή νεαρό άντρα.
[ομορφο- + παιδ(ί) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όμορφος -η -ο [ómorfos] Ε5 : που ευχαριστεί τις αισθήσεις μας και την ψυχή μας· ωραίος. ANT άσχημος. 1. που έχει τέτοια εξωτερικά χαρακτηριστικά, ώστε να προκαλεί αισθητική συγκίνηση σ΄ εκείνον που τον βλέπει: Ένας ~ τόπος / ζωγραφικός πίνακας. Όμορφη εκκλησία / πόλη. Όμορφα λουλούδια / μάτια. || (ιδ. για άνθρωπο) που έχει ωραία χαρακτηριστικά, ιδίως στο πρόσωπο. ANT δύσμορφος: ~ άντρας. Όμορφη γυναίκα / κοπέλα. Όμορφο αγόρι / κορίτσι / ζώο. Παιδί όμορφο σαν αγγελούδι. 2. που έχει τέτοια στοιχεία, τέτοιες ιδιότητες, ώστε να προκαλεί ευχαρίστηση ή ικανοποίηση: Όμορφη ζωή / μέρα / πράξη.
ομορφούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. ομορφούλης ο θηλ. ομορφούλα YΠΟKΟΡ για όμορφο άνθρωπο. ομορφούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ ιδίως για άνθρωπο. όμορφα ΕΠIΡΡ ωραία. ANT άσχημα. 1. με τρόπο που θέλγει, ευχαριστεί, ικανοποιεί τις αισθήσεις: Nτύνεται / χορεύει ~. || ευγενικά: Mίλα πιο ~. 2. ευχάριστα: Περάσαμε πολύ ~. ομορφούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. ομορφούλικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [μσν. όμορφος < έμορφος ( [e > o] από συμπροφ. με το άρθρο: ο έμορφος) < αρχ. εὔμορφος με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] · όμορφ(ος) -ούτσικος· μσν. *ομορφούλης (πρβ. μσν. μορφούλης) < όμορφ(ος) -ούλης· ομορφούλ(ης) -α· ομορφούλ(ης) -ικος]