Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομορφαίνω [omorféno] Ρ7.4α : α. γίνομαι όμορφος: Mεγάλωσε, ομόρφυνε, έγινε σωστή γυναίκα. β. κάνω κπ. ή κτ. όμορφο: Πολύ την ομορφαίνει αυτό το καπέλο. Πάρκα και πλατείες που ομορφαίνουν την πόλη. Οι γιορτές ομορφαίνουν τη ζωή μας. || Ο έρωτας / η φιλία ομορφαίνει τη ζωή.
[μσν. ομορφαίνω < όμορφ(ος) -αίνω]