Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομονοιάζω· μονοιάζω.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Έρχομαι σε συνεννόηση· συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού (με επόμ. βουλητική πρόταση):
- Ομόνοιασαν οι δύο τους να μάχονται τον δούκα (Χρόν. Τόκκων 2099).
- 2) Συμφιλιώνω:
- οφείλομεν αυτούς ομονοιάσαι (Διάτ. Κυπρ. 50722‑23).
- 3) (Προκ. για κτήματα) ενώνω, ενοποιώ:
- (Διαθ. 17. αι. 437).
- 1) Έρχομαι σε συνεννόηση· συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού (με επόμ. βουλητική πρόταση):
- Β́ Αμτβ.
- 1) Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού:
- ωσάν εμάθανε οι Μεζηθριώτες πως τους επούλησε (ενν. ο κυρ. Θεόδωρος), εμονοιάσανε … και εκάμανε τον μητροπολίτην τους διά αφέντη (Χρον. σουλτ. 3633· Χρον. Τόκκων 1297).
- 2) Συμφιλιώνομαι, μονοιάζω:
- Ήλθε καιρός των Χριστιανών, Λατίνων και Ρωμαίων, … όλοι να ομονοιάσουσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 290· Αχέλ. 531).
- 3) Συνάπτω συμφωνία, συμμαχώ:
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1730)·
- Αυθέντες ευγενέστατοι, της Δύσης μεγιστάνες … όλοι να ομονοιάσετε (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 251)·
- (με την πρόθ. μετά + γεν.):
- (Χρον. Τόκκων 1615).
- 1) Συμφωνώ, αποφασίζω από κοινού:
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ενωμένος, μονοιασμένος:
- α δεν την ήθελε μεράσει (ενν. ο βασιλέας τη βασιλεία του), εστεκέτονε (ενν. οι υιοί του) καλά και ομονοιασμένοι … (Χρον. σουλτ. 5320).
[<ουσ. ομόνοια + κατάλ. ‑άζω. Τ. μονοιάω ποντ. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. (λ. ομωνι‑)]
- Ά Μτβ.