Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομολογητής ο [omolojitís] Ο7 : (εκκλ.) επίσημος χαρακτηρισμός χριστια νού, που αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του παρά τα μαρτύρια που υπέστη: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές.
[λόγ. < ελνστ. ὁμολογητής]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομολογητής ο.
-
- 1) (Προκ. για χριστιανό) που ομολόγησε με παρρησία την πίστη του και καταδιώχτηκε γι’ αυτήν:
- Περί ομολογητών χριστιανών (Βακτ. αρχιερ. 172)·
- (ως προσωνύμιο):
- ο ομολογητής Θεοφάνης (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 307v).
- 2) (Προκ. για μοναχό) αυτός που υποσχέθηκε να ζει με ορισμένο τρόπο:
- οι μικρόσχημοι … εισίν ομολογηταί της παρθενίας (Βακτ. αρχιερ. 165).
[μτγν. ουσ. ομολογητής. Η λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για χριστιανό) που ομολόγησε με παρρησία την πίστη του και καταδιώχτηκε γι’ αυτήν: