Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιοπαθητική η [omiopaθitikí] Ο29 : θεραπευτική μέθοδος που χαρακτηρίζεται από τη χρήση, συνήθ. σε μικρές δόσεις, φαρμάκων, τα οποία σε υγιή οργανισμό προκαλούν συμπτώματα όμοια με εκείνα της αρρώστιας που η μέθοδος αυτή θέλει να καταπολεμήσει: H ~ αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.
[λόγ. < γαλλ. homéopathique (κατά την αντιστοιχία πάθος - παθητικός) < homéopath(ie) -ique = -ική, θηλ. του -ικός < γερμ. Homöopathie < homöo- = ομοιο- + -pathie = -πάθεια (πρβ. αρχ. ὁμοιοπάθεια `συμπαθητική συγκίνηση΄)]