Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιοκαταληξία η [οmiokataliksía] Ο25 : η επανάληψη του ίδιου ήχου στο τέλος δύο ή περισσότερων στίχων ενός ποιήματος· ρίμα: Zευγαρωτή / πλεχτή / σταυρωτή ~. Πλούσια ~, όταν οι λέξεις που ομοιοκαταληκτούν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους από ετυμολογική, σημασιολογική ή μορφολογική άποψη. ANT φτωχή ~.
[λόγ. < μσν. ομοιοκαταληξία `(γραμμ.) ομοιότητα καταλήξεων΄ < ομοιοκατάληκ(τος) -σία]