Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιογενής -ής -ές [omiojenís] Ε10 : ANT ετερογενής, ανομοιογενής. 1. που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον, που έχει την ίδια προέλευση, ίδιους σκοπούς, τάσεις κτλ.: Ομοιογενή φαινόμενα. H κυβέρνηση αποτελείται από ομοιογενή στοιχεία. 2. που αποτελείται από όμοια στοιχεία: Ομοιογενής πληθυσμός.
[λόγ. < αρχ. ὁμοιογενής `συγγενικού γένους΄ σημδ. γαλλ. homogène]