Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοειδής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομοειδής -ής -ές [omoiδís] Ε10 : που είναι ίδιος από άποψη σύστασης, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων κτλ. με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT ετεροειδής: Ομοειδή αντικείμενα / ποσά. Nόμος που απαγορεύει την κυκλοφορία ομοειδών φαρμάκων με ποικίλες ονομασίες.

[λόγ. < αρχ. ὁμοειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες