Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοειδής -ής -ές [omoiδís] Ε10 : που είναι ίδιος από άποψη σύστασης, χαρακτηριστικών, ιδιοτήτων κτλ. με κπ. ή με κτ. άλλο. ANT ετεροειδής: Ομοειδή αντικείμενα / ποσά. Nόμος που απαγορεύει την κυκλοφορία ομοειδών φαρμάκων με ποικίλες ονομασίες.
[λόγ. < αρχ. ὁμοειδής]