Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομογενοποίηση η [omojenopíisi] Ο33 : η ειδική επεξεργασία με την οποία ένα μείγμα γίνεται ομογενές.
[λόγ. ομογεν(ής) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. homogénéisation]