Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομογένεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογένεια η [omojénia] Ο27 : 1. η ιδιότητα του ομογενούς. 2. το σύνολο των ατόμων ελληνικής καταγωγής που ζουν μόνιμα στο εξωτερικό, ιδίως σε ορισμένη χώρα: H (ελληνική) ~ των HΠA. Οργανώσεις της ομογένειας.

[λόγ. < ελνστ. ὁμογένεια `κοινότητα καταγωγής΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομογενειακός -ή -ό [omojeniakós] Ε1 : που ανήκει σε ορισμένη ομογένεια2 ή γενικά έχει σχέση με αυτή: Οι ομογενειακές οργανώσεις των HΠA, οι οργανώσεις των ομογενών.

[λόγ. ομογένει(α) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες