Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοίωμα το [omíoma] Ο49 : κάθε κατασκευή που μοιάζει εξωτερικά ως προς τη μορφή, το σχήμα κτλ. με κτ. άλλο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο: Ξύλινο / γύψινο / κέρινο ~. Πιστό ~. Ένα μικρό χρυσό ~ του Παρθενώνα. Ένα μικρό ~ της Aφροδίτης της Mήλου. Kαίνε ένα ~ του Iούδα.
[λόγ. < αρχ. ὁμοίωμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοίωμα το.
-
- 1) Κατασκεύασμα με βάση ένα πρότυπο· εικόνα, είδωλο:
- να μηδέν κάμνομεν κανένα ομοίωμα να εικονίζομεν τον Θεόν (Χριστ. διδασκ. 294).
- 2) (Συνεκδ.) πρότυπο με βάση το οποίο κατασκευάζεται κ., μοντέλο:
- Μηδέ … ημπορεί (ενν. ο ζωγράφος) να κάμει κανένα καλόν πράγμα, αν … μην έχει κανένα όμορφον ομοίωμα (Ροδινός 55).
- 3)
- α) Μορφή, παρουσιαστικό:
- εσέβη ο βασιλεύς της δόξης εις ομοίωμα ανθρώπου (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 292r)·
- β) σχήμα:
- εις τον ουρανόν άστρη … εισέ σχήμα, ήγουν εις ομοίωμα σταυρού (Χρον. 308).
- α) Μορφή, παρουσιαστικό:
[αρχ. ουσ. ομοίωμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κατασκεύασμα με βάση ένα πρότυπο· εικόνα, είδωλο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιωματικός -ή -ό [omiomatikós] Ε1 : (γραμμ.) α. που δηλώνει ή εκφράζει ομοιότητα: Ομοιωματικά αναφορικά μόρια, το σαν και το ως. β. (ως ουσ.) τα ομοιωματικά, σημείο του γραπτού λόγου (»), που μπαίνουν κάτω από μία λέξη ή φράση για να δηλωθεί ότι αυτή επαναλαμβάνεται.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοιωματικός `που δηλώνει ομοιότητα΄]