Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομιλητής ο [omilitís] Ο7 θηλ. ομιλήτρια [omilítria] Ο27 : α. αυτός που μιλάει σε μία συγκεκριμένη στιγμή: Xρήση της γλώσσας από τον ομιλητή. β. αυτός που μιλάει μπροστά σε ακροατήριο για ορισμένο θέμα: Έγινε διάλεξη για την αποταμίευση με ομιλητή γνωστό οικονομολόγο. H ομιλήτρια ανέπτυξε το θέμα «Γυναίκα και περιβάλλον». Kεντρικός ~, ο βασικός ομιλητής σε μια εκδήλωση. γ. αυτός που μιλάει μια γλώσσα ή μια διάλεκτο: Ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου. Φυσικός* ~ μιας γλώσσας.
[λόγ. ομιλη- (ομιλώ) -τής μτφρδ. γαλλ. orateur & γερμ. Redner (διαφ. το αρχ. ὁμιλητής `μαθητής, σπουδαστής΄ < ὅμιλος)· λόγ. ομιλη(τής) -τρια]