Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομιλία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομιλία η [omilía] Ο25 : 1. (πρβ. προφορικός λόγος) α. (λόγ.) η ικανότητα του ανθρώπου να μιλάει· μιλιά. β. η χρήση της παραπάνω ικανότητας ως μέσου έκφρασης ή συνεννόησης μεταξύ των ανθρώπων: Aπαγορεύονται οι ομιλίες κατά την ώρα του μαθήματος. Άκουσε ομιλίες στο δρόμο και βγήκε να δει ποιος ήταν. || Kαθημερινή ~, που χρησιμοποιείται στην καθημερινή ζωή· κοινός λόγος: Λέξεις της καθημερινής ομιλίας. Συγγραφέας που διατηρεί στα γραπτά του το φυσικό τόνο της καθημερινής ομιλίας. γ. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο μιλάει κάθε άνθρωπος ή ανθρώπινη ομάδα· (πρβ. ιδίωμα, διάλεκτος, προφορά): Aπό την ~ του φαίνεται ότι είναι ξένος / νησιώτης. 2. προφορική ανάπτυξη ενός θέματος μπροστά σε ακροατήριο· (πρβ. λόγος, διάλεξη): Kάνω / ακούω μία ~ για την εθνική γιορτή. H συνεστίαση άρχισε με ~ του προέδρου. Mία ~ με διδακτικό / θρησκευτικό περιεχόμενο. H επί του όρους ~ του Xριστού.

[λόγ. < ελνστ. ὁμιλία `διάλεξη΄, αρχ. σημ.: `συναναστροφή΄ κατά την εξέλ. της σημ. του ομιλώ]

[Λεξικό Κριαρά]
ομιλία η· εμιλιά· 'μιλία· μιλιά· ομιλιά.
  • 1) Συναναστροφή· «επαφές», «επικοινωνία»:
    • (Σπαν. O 238
    • είχα με τον πατέρα σου … φιλίαν, … και σπλάγχνος κι ομιλίαν (Σαχλ. N 26).
  • 2) Διδασκαλία, παιδεία·
    • (μεταφ.):
      • καλή μου βασιλεία, … πώς εστερηθήκαμεν καλήν σου ομιλία (Ιστ. Βλαχ. 2374 [= Γέν. Ρωμ. 16]).
  • 3) Συνομιλία, συζήτηση:
    • δεν ήξευρα για τούτη την εμιλιάν απού 'χει να κάμει μετά μένα (Πιστ. βοσκ. II 5, 308· Ερωτόκρ. Γ́ 627
    • (εδώ με γεν. προσώπου.):
      • Του Ρώκριτου είντα όφελος κάνει η μιλιά … (Ερωτόκρ. Γ́ 463
    • φρ.
      • (1) έχω την ομιλίαν κάπ. = συναναστρέφομαι, συνομιλώ με κάπ.·
    • (εδώ προκ. για το Θεό):
      • (Συναξ. γυν. 116
      • (2) κάνω ομιλίαν = συνομιλώ, συζητώ με κάπ.:
        • (Σταυριν. 662
      • (3) λέγω την ομιλίαν, βλ. λέγω Φρ. 19.
  • 4) Το να μιλά κανείς, ομιλία:
    • (Προδρ. II 19-13 χφ H κριτ. υπ.
    • οι λογισμοί τ’ αθρώπου … με δίχως εμιλιά στο πρόσωπο θωρούνται (Ερωτόκρ. Ά 1954
    • φρ. γυρίζω την εμιλιά εις κάπ. = μιλώ, απευθύνομαι σε κάπ.:
      • (Ροδολ. Γ́ 51).
  • 5)
    • α) Έναρθρος λόγος, λαλιά, μιλιά, φωνή:
      • Τόσον κακόν … δεν έχω στόμα να το πω, γλώσσα ουδ’ ομιλία (Διακρούσ. 9010
      • Σαν εμιλιάν εγροίκησα. Ποιος να 'ναι … (Πανώρ. Ά 293
      • φρ.
        • (1) βγάνω (ε)μιλιά, βλ. βγάνω 14γ·
        • (2) δε βγαίνει (ε)μιλιά από το στόμα μου, τα χείλη μου =
          • (α) σιωπώ:
            • (Ερωτόκρ. Γ́ 1049
          • (β) δεν παραπονιέμαι για κ.:
            • (Πανώρ. Γ́ 642
        • (3) δίδω (ε)μιλιά, βλ. δίδω ΙÁ7 φρ·
        • (4) χάνεται η εμιλιά, ομιλιά μου ή χάνω την εμιλιά μου =
          • (α) δεν μπορώ να μιλήσω (συν. από φόβο ή συγκίνηση):
            • (Χούμνου, Κοσμογ. 2083), (Φορτουν. Δ́ 526), (Ζήν. Γ́ 184
          • (β) μιλώ άδικα, χωρίς αποτέλεσμα:
            • (Πανώρ. Β́ 419
    • β) τόνος φωνής:
      • οχ την εμιλιά μου, ποιος είμαι, …, μπορείς να με γνωρίσεις (Κατζ. Β́ 102· Θυσ. 106).
  • 6)
    • α) Ό,τι λέει κάπ., κουβέντα, λόγος:
      • εμένα κράζει τύραννο αυτείνη η εμιλιά σου (Ζήν. Β́ 192
      • (σε μεταφ.):
        • το δικαιότατον μαχαίρι της μιλιάς της (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [1283]
    • β) (στον πληθ.) τα λόγια, οι κουβέντες:
      • Πάντα δυσκολογροίκητες οι γι-εμιλιές του εβγαίνου (Στάθ. Γ́ 433· Ερωτόκρ. Ά 32
    • γ) έκφρ. αγάπης εμιλιές = ερωτόλογα:
      • (Ερωφ. Ά 230).
  • 7) (Συνεκδ.) ο τρόπος που μιλά κάπ.:
    • της μιλιάς του η χάρη (Ερωτόκρ. Β́ 999· Αχέλ. 941
    • (εδώ προκ. να αποκτηθεί ευχέρεια λόγου):
      • Έρωτα, … βούηθησε τσ’ εμιλιάς μου (Πανώρ. Γ́ 442).
  • 8) Γνώμη, άποψη:
    • είπε τό 'θελεν και ηκούσθη η ομιλιά της (Σαχλ., Αφήγ. 695).
  • 9) Διαμαρτυρία, παράπονο:
    • δίχως ομιλιάν διαβαίνουν το μαγκούριν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 207).
  • 10) Πρόσταγμα, διαταγή:
    • όντας γροικήσουσι την εμιλιά μου ας δράμου (Ζήν. Έ 53).
  • 11) Παράκληση, αίτημα:
    • δεν έν καιρός να αφκραστώ εδά την ομιλιάν σου, άμε και αλλότες διάγειρε (Σαχλ., Αφήγ. 376).
  • 12) Απάντηση:
    • επλήθυνε … η μάνητα του βασιλιού στην εμιλιάν εκείνη (Ερωφ. Έ 94).
  • 13)
    • α) Προφορικό μήνυμα:
      • ως να παύσει (ενν. ο μαντατοφόρος) της μιλιάς ο ρήγας τον 'πομένει (Κορων., Μπούας 54
    • β) (στον πληθ.) τα νέα, οι ειδήσεις:
      • χαιράμενος ακούγω τσ’ εμιλιές σου (Ροδολ. Β́ 156).
  • 14) Χρησμός, μαντική πρόγνωση:
    • (Πιστ. βοσκ. IV 3, 155).
  • 15)
    • α) Γραπτή διήγηση, εξιστόρηση γεγονότων:
      • Θέλω να παύσω το λοιπόν αυτήν την ομιλίαν …· τά είδα με τ’ αμμάτια μου, εγώ τά’ χω γραμμένα· (Θρ. Κύπρ. 479
    • β) (προκ. για την ομιλία του Θεού προς το Μωυσή):
      • όλα τα 'γραψεν (ενν. ο Ενώχ) …, διά την κοσμογέννησιν και θείαν ομιλίαν (Χούμνου, Κοσμογ. 420· 4).
  • 16)
    • α) Διδαχή, κήρυγμα:
      • επαρακίνησα τον λαόν εις μετάνοιαν κάμνοντάς τους μίαν κοντόλογην ομιλίαν (Ιερόθ. Αββ. 333
    • β) γραπτός διδακτικός λόγος:
      • (Γεωργηλ., Θαν. 461
      • σωστή διδασκαλία εις πέντε φύλλα πὄδωκες τελεία ομιλία (Γεωργίου ρήτορος, Στ. α 96
    • γ) (προκ. για τη διδασκαλία του Χριστού):
      • άκουσε διά παντός αυτού (ενν. του Χριστού) την ομιλίαν (Γεωργίου ρήτορος, Στ. α 82).
  • 17) Γλώσσα έθνους ή διάλεκτος ομάδας ανθρώπων:
    • επήγα εις χώρες όμορφες κι εθώρουν … μιλιές πολλώ λογιώ (Ροδολ. Ά 110).

[αρχ. ουσ. ομιλία. Ο τ. εμ‑ και σήμ. κρητ. Ο τ. ‑ία στο Du Cange (λ. μιλείν) και σήμ. ποντ. Ο τ. μιλιά στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες