Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ομαλός, επίθ.
-
- 1)
- α) (Προκ. για επιφάνεια) που δεν έχει ανωμαλίες, επίπεδος:
- (Διήγ. παιδ. 43, 1292)·
- β) (προκ. για δρόμο, τόπο) ευκολοδιάβατος:
- την στράταν τήν υπάγεις να γένει ομαλή εις σε και εύκολα να τρέχεις (Λόγ. παρηγ. O 327)·
- Ο βουνός ανάβασιν ουκ έχει … εις άλλον τόπον ομαλόν κινήσομεν υπάμεν (Καλλίμ. 88)·
- φρ. ηγούμαι κ. εις ομαλόν = θεωρώ κ. εύκολο:
- τα δύσκολα όλα εις ομαλόν τα ηγείται και διαβαίνει (Λίβ. N 1906).
- α) (Προκ. για επιφάνεια) που δεν έχει ανωμαλίες, επίπεδος:
- 2) Κανονικός, μέτριος:
- ο δέ κοντός έστω … ομαλός, μήτε λίαν παχύς μήτε λίαν λεπτός (Ιερακοσ. 37318).
- 3) (Προκ. για λόγο) που δεν παρουσιάζει δυσκολίες κατανόησης, απλός:
- ομαλήν και ταπεινήν λέξιν των ερμηνέων (Ριμ. Βελ. ρ 971).
[αρχ. επίθ. ομαλός. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομαλός -ή -ό [omalós] Ε1 : ANT ανώμαλος. 1. που η επιφάνειά του δεν έχει εσοχές, εξοχές ή άλλα εμπόδια: Ομαλό έδαφος. Δρόμος όχι ασφαλτοστρωμένος αλλά γενικά ~. 2α. που λειτουργεί ή εξελίσσεται κανονικά με βάση ορισμένους σταθερούς κανόνες και χωρίς παρεκκλίσεις από αυτούς: Ομαλές σχέσεις. Ομαλή πολιτική ζωή / κατάσταση, νόμιμη και ήρεμη. || φυσιολογικός: Ομαλές σωματικές / πνευματικές λειτουργίες. ~ άνθρωπος, ιδίως από πνευματική και ψυχική άποψη. || (φυσ.) ομοιόμορφος: Ομαλή κίνηση / αιώρηση / επιτάχυνση. β. (γραμμ.) που σχηματίζεται σύμφωνα με το σχετικό κανόνα χωρίς εξαιρέσεις: Ομαλά ονόματα / ρήματα. Ομαλή κλίση.
ομαλά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Έγινε ~ η μεταβίβαση της εξουσίας. H κατάσταση του ασθενούς εξελίσσεται ~. [λόγ.: 1, 2α: αρχ. ὁμαλός· 2β: σημδ. γαλλ. (verbes) réguliers]