Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομαλοποίηση η [omalopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ομαλοποιώ: H ~ των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών.
[λόγ. ομαλοποιη- (ομαλοποιώ) -σις > -ση]