Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομαδόν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ομαδόν [omaδón] επίρρ. : (λόγ.) ομαδικά. || (στρατ.) Πυρά ~.

[λόγ. < μσν. ομαδόν `μαζί΄ < ομ(ού) αρχ. επίθημα επιρρ. -αδόν: αρχ. ὁμοθυμ-αδόν & σημδ. γαλλ. d΄ensemble ή γερμ. Massenfeuer]

[Λεξικό Κριαρά]
ομαδόν, επίρρ.
  • Μαζί, αντάμα:
    • (Ερμον. Ψ 128
    • (σε μεταφ.)
      • μίξον ομαδόν άπαντα τά λαμβάνω (Προδρ. II 63).

[<ουσ. ομάς –άδος αναλογ. με επιρρ. σε ‑δόν. Η λ. τον 6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες