Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομίχλη η [omíxli] Ο30 : 1. φυσικό φαινόμενο που δημιουργείται από μεγάλη μάζα πολύ μικρών σταγόνων νερού, οι οποίες αιωρούνται πάνω από το έδαφος, προκαλεί διάχυση του φωτός και κατά συνέπεια μείωση της ορατότητας· (πρβ. καταχνιά): Πέφτει / διαλύεται η ~. Πυκνή / αραιή ~. Mαταιώθηκαν τα αεροπορικά δρομολόγια λόγω ομίχλης. Φώτα / φανοί ομίχλης. || (μετεωρ.) ~ αναστροφής. 2. (μτφ.) για συγκεχυμένη κατάσταση που τη χαρακτηρίζει ασάφεια, αδιαφάνεια κτλ.: Mε την αλλαγή του καθεστώτος έγινε εμφανής η ~ που κάλυπτε τα πνευματικά πράγματα του τόπου.
[λόγ. < αρχ. ὀμίχλη]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομίχλη η.
-
- 1) Ομίχλη, καταχνιά:
- (Βίος Αλ. 5606, 6037).
- 2) Σκοτεινό σύννεφο, σκοτεινιά:
- είδεν ομίχλην φοβεράν στίλβουσαν μετ’ αστέρων (Βίος Αλ. 5403).
- 3) Αρρώστια των ματιών, θόλωση:
- το πρόσωπον του ιέρακος φύσησον (ενν. με οίνον) … και την ομίχλην αποβάλλει (Ορνεοσ. αγρ. 55910).
[αρχ. ουσ. ομίχλη. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ομίχλη, καταχνιά: