Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόψυχα, επίρρ.
-
- Με όλη την ψυχή, μέσα από την καρδιά:
- να σ’ εύχονται ολόψυχα (Σπαν. Α 411· Διγ. Esc. 883).
[<επίθ. ολόψυχος. Η λ. και σήμ.]
- Με όλη την ψυχή, μέσα από την καρδιά: