Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόχαρος, επίθ.
-
— Πβ. ολοχαρής.
- 1)
- α) Πολύ χαρούμενος, γεμάτος χαρά:
- Την στράταν τήν εδιέβηκα θλιμμένος … τώρα την τρέχω ολόχαρος (Λίβ. Sc. 2983· Αχιλλ. L 1098)·
- β) που εκφράζει μεγάλη χαρά, αγαλλίαση:
- ολόχαρη φωνίτσα (Θησ. Γ́ [108])·
- όψη ολόχαρη (Ερωτόκρ. Έ 186).
- α) Πολύ χαρούμενος, γεμάτος χαρά:
- 2) (Προκ. για ημέρα και αυγή) που φέρνει χαρά, εξαιρετικά ευχάριστος, τερπνός:
- (Ερωτόκρ. Έ 769,́ 775).
[<ολο‑ + ουσ. χαρά. Άσχ. το επίθ. ολόχαρος στο Meursius και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. (Κριαρ.)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολόχαρος -η -ο [olóxaros] Ε5 : (ιδ. για πρόσ.) που είναι πολύ χαρούμενος.
[μσν. ολόχαρος < ολο- + χαρ(ά) -ος]