Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόφωτος, επίθ.
-
- α) Πολύ φωτεινός, λαμπερός:
- σελήνη ολόφωτος (Αχιλλ. (Smith) N 1000)·
- (προκ. για φεγγαρόλουστη νύχτα):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 36)·
- β) (προκ. για το περιστέρι που συμβολίζει το Άγιο Πνεύμα) πολύ ακτινοβόλος:
- το Πνεύμα κατεβαίνει, περιστερά ολόφωτος (Προσκυν. Εθν. Βιβλ. 2043 281901)·
- (μεταφ. προκ. για την ψυχή):
- (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165177)·
- γ) (συνεκδ. προκ. για λάμψη) αστραφτερός, εκθαμβωτικός, εκτυφλωτικός:
- Τι πρώτον είπω του λουτρού; … την λαμπρότηταν … ή την ολόφωτον αυγή …; (Καλλίμ. 297)·
- δ) (προκ. για χώρο) πολύ φωτισμένος, κατάφωτος:
- με τα κηρί’ αντάμα, ολόφωτος η εκκλησιά (Προσκυν. Ιβ. 535 192184)·
- (σε μεταφ.):
- η Παρθένος είναι ο νυμφών … ο ολόφωτος (Πηγά, Χρυσοπ. 85 (7)).
[<ολο‑ + ουσ. φως. Η λ. τον 7. αι., σε σχόλ. (TLG) και σήμ.]
- α) Πολύ φωτεινός, λαμπερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολόφωτος -η -ο [olófotos] Ε5 : που έχει πολύ φως, που είναι πολύ φωτεινός: Ολόφωτο φεγγάρι. Ολόφωτη μέρα.
[ελνστ. ὁλόφωτος]