Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολότητα η [olótita] Ο28 : κάθε σύνολο και ιδίως το σύνολο των ανθρώπων: Aφιέρωσε τις δυνάμεις στην εξυπηρέτηση της ολότητας. Εξετάζω κάτι στην ολότητά του, συνολικά.
[λόγ. < αρχ. ὁλότης, αιτ. -ητα]