Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολότελα [olótela] επίρρ. : εντελώς: Είναι ~ παλαβός. Δεν ήμουν ~ ξύπνιος. ΦΡ απ΄ το ~ καλή κι η Παναγιώταινα, για μετριασμό στόχων ή απαιτήσεων ύστερα από σχετική αποτυχία.
[μσν. ολότελα < ελνστ. ὁλοτελ(ῶς) μεταπλ. -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολότελα, επίρρ.· ολότελας.
-
- 1)
- α) Τελείως, εντελώς:
- (Θησ. (Foll.) I 65)·
- είσαι ζουρλός ολότελα (Μπερτόλδος 19)·
- (εδώ σε υπερβολή):
- μερικούς ολότελα … τους σκοτώνουν (Σαχλ., Αφήγ. 234)·
- β) ολοσχερώς, σ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη:
- χώρα να πατήσεις … και ολότελα να τηνε ξεμπιτάρεις (Λεηλ. Παροικ. 128)·
- γ) (προκ. για το σύνολο των ενδυμάτων, της περιβολής):
- όταν χηρέψει η πονηρή …, βαστάζει μαύρα ολότελα (Σπαν. (Ζώρ.) V 449).
- α) Τελείως, εντελώς:
- 2) (Σε αρνητ. πρόταση) καθόλου, με κανένα τρόπο:
- (Διγ. Άνδρ. 38130)·
- οι άρχοντες … να τρώσι και να πίνουν και του πτωχού ολότελα πράγμα να μην του δίνουν (Τζάνε, Κατάν. 508).
[<επίρρ. ολοτελώς. Ο τ., και διάφ. άλλοι, και σήμ. κρητ. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)