Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολόμαυρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολόμαυρος, επίθ.
  • 1) Εντελώς μαύρος, κατάμαυρος:
    • ομμάτια … ολόμαυρα (Αχιλλ. (Smith) N 1775).
  • 2)
    • α) Ολότελα μαύρος· μαύρος σ’ όλη του την επιφάνεια:
      • σαμούρια ολόμαυρα (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1268]
      • ολόμαυρα (ενν. άλογα) (Βίος Δημ. Μοσχ. 458
    • β) (προκ. για νόμισμα) που έχει μαυρίσει σε όλη του την επιφάνεια:
      • γρόσα ολόμαυρα (Διήγ. ωραιότ. 679).
  • 3) (Μεταφ.) πολύ δυστυχισμένος, πονεμένος:
    • από την ώρα εκείνη οπού 'χασε το ταίρι του, ολόμαυρος εγίνη (Ερωτόκρ. Β́ 766).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.·
    • (ως σύστ. αντικ.) = μαύρα, πένθιμα ρούχα:
      • ολόμαυρα ντυμένοι (Ερωτόκρ. Δ́ 1968).

[<ολο‑ + επίθ. μαύρος. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολόμαυρος -η -ο [olómavros] Ε5 : που είναι εντελώς μαύρος, χωρίς το συνδυασμό ή την απόχρωση άλλων χρωμάτων· κατάμαυρος: Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη.

[μσν. ολόμαυρος < ολο- + μαύρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες