Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολόλαμπρος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ολόλαμπρος, επίθ.
  • 1) (Προκ. για το φως της ημέρας) πάρα πολύ λαμπερός, άπλετος:
    • (Ερωτόκρ. Ά 1886).
  • 2) Που λαμποκοπά ολόκληρος (από αντανάκλαση της ηλιακής ακτινοβολίας), εκθαμβωτικός:
    • Ολόλαμπρος γαρ ήτονε (ενν. ο οίκος) …, όταν ο ήλιος έκρουε άστραπτεν ως το φέγγος (Θησ. Ζ́ [383]).
  • 3) (Μεταφ.) πολύ αστραφτερός· πολυτελής:
    • ολόλαμπρα … ρούχα (Λίβ. P 230).

[<ολο‑ + επίθ. λαμπρός. Η λ. τον 4. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολόλαμπρος -η -ο [olólambros] Ε5 : πάρα πολύ λαμπρός.

[λόγ. < ελνστ. ὁλόλαμπρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες