Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόκαρδος, επίθ.
-
- Γεμάτος ορμή, θάρρος, τόλμη:
- ας προθυμήσομεν ολόκαρδοι … εις αύτους να υπάμεν (Χρον. Τόκκων 3921).
[<ολο‑ + ουσ. καρδιά]
- Γεμάτος ορμή, θάρρος, τόλμη: