Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολόγυρα [olójira] επίρρ. τοπ. : γύρω γύρω, κυκλικά ή προς κάθε σημείο που βρίσκεται γύρω μας: Έριξε μια ματιά ~. H φύση απλωνόταν ~. Παντού ~. Aπό ~. || σε θέση πρόθεσης: ~ από το σχολείο / από την αυλή. ~ στο χωράφι. Ολόγυρά μας πετούσαν περιστέρια.
[μσν. ολόγυρα < επίθ. ολόγυρ(ος) `τελείως στρογγυλός΄ επίρρ. -α < ολο- + γύρ(ος) -ος (πρβ. μσν. ολογύρως)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολόγυρα, επίρρ.· 'λόγυρα· ολόγερα.
-
- 1) Γύρω, τριγύρω:
- κολόνας είχε (ενν. η αυλή της εκκλησίας) ολόγυρα στρογγυλοσυνθεμένες (Προσκυν. Ιβ. 845 440· Αχιλλ. (Smith) N 1320).
- 2)
- α) Γύρω γύρω, από κάθε πλευρά:
- (Διήγ. Αλ. G 26713)·
- άρχισαν και εμάχονταν ολόγυρα την Άρταν (Χρον. Τόκκων 2306)·
- β) (για πρόσωπο):
- Ολόγυρα τον έβαλαν (ενν. τον δούκαν) πεζοί καβαλαραίοι (Χρον. Τόκκων 255).
- α) Γύρω γύρω, από κάθε πλευρά:
- 3) Γύρω από
- α) (Με γεν. ή αιτιατ.):
- έχει (ενν. ο ναός) και κελία ολόγυρα της εκκλησίας (Προσκυν. Κουτλ. 390 14719· Κρασοπ. L 74 (106d))·
- β) (με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
- να ο ικτίν οπού αρχίνησε να γυρίζει ολόγυρα εις το σπίτιον (Μπερτολδίνος 156).
- α) (Με γεν. ή αιτιατ.):
- 4) (Προκ. να δηλωθούν οι γύρω περιοχές):
- Οι χριστιανοί ολόγυρα, ο τόπος, τα νησία ελπίδα ουκ έχουσιν αλλού ειμή εις την βασιλειάν σου (Χρον. Τόκκων 3409)·
- 5) (Προκ. να δηλωθεί ολόκληρη η επικράτεια):
- αυτός (ενν. ο Αλέξανδρος) τες χώρες μου ολόγυρα γυρίζει (Αλεξ. 775· Αλεξ. 2904).
- 6) (Προκ. να δηλωθεί η έκταση που καταλαμβάνει ένα κτίσμα):
- καθώς φαίνεται τώρα ολόγυρα η εκκλησία, ο άγγελος Κυρίου ήλθεν και έδειξεν τον τόπον (Hagia Sophia ω 51615).
- 7)
- α) Σε όλη την επιφάνεια ή την περίμετρο:
- τα μεγάλα μυρμήγκια στέκονται ολόγυρα της αγριαπιδίας (Μπερτόλδος 9)·
- ένά 'μορφο κλινάρι … ολόγυρά του ήτονε πολύτιμο λιθάρι (Αλεξ. 2317)·
- β) (για κτίσματα):
- (Αλεξ. 2638)·
- γ) (για το σώμα):
- (Μπερτολδίνος 145).
- α) Σε όλη την επιφάνεια ή την περίμετρο:
- 8) (Συνεκδ. σε χρον. χρ.) περίπου:
- ο … Μπερτολδίνος ήθελεν έχει δεκατέσσερες δεκαπέντε χρόνους ολόγυρα (Μπερτολδίνος 94).
- Η λ. με το οριστικό άρθρο σε επιθετ. χρ.:
- χριστιανοί οι εν τοις ολόγυρα χωρίοις ευρισκόμενοι (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2341).
[<επίθ. ολόγυρος. Ο τ. ολ‑ και σήμ. ιδιωμ., καθώς και άλλοι τ. της λ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) Γύρω, τριγύρω: