Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολούθε [olúθe] επίρρ. : (λαϊκότρ.) παντού ή από παντού.
[μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολούθεν, επίρρ.
-
- 1) (Προκ. για δήλ. προέλευσης) από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού:
- ακούοντας φωνές θλιβερές … ολούθεν όθεν ήταν τα χωριά (Ιερόθ. Αββ. 331).
- 2) Σε κάθε μέρος της γης, σε κάθε τόπο και χώρο, παντού:
- να κηρύσσεται ολούθεν ο άγιος του Ευαγγελίου λόγος (Χριστ. διδασκ. 159· 74).
[<επίθ. όλος + κατάλ. ‑θεν. Τ. ολόθεν στο Somav. και ολούθενε σήμ. ιδιωμ. Τ. ‑ε σήμ. λαϊκ. (Κριαρ., ΛΚΝ). Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) (Προκ. για δήλ. προέλευσης) από όλες τις κατευθύνσεις, από παντού: