Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοψύχως, επίρρ.
-
- α) Με όλη την ψυχή, εγκάρδια:
- προς τον Θεόν ολοψύχως εδεήθησαν (Ιστ. πατρ. 10018)·
- ολοψύχως εύχεται χρόνους πολλούς να ζήσεις (Λίμπον. Αφ. 75)·
- β) με απόλυτη ειλικρίνεια:
- ουκ … αποστρέφεται (ενν. ο Θεός) τον αμαρτωλόν, εάν ολοψύχως προς αυτόν επιστρέψῃ (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι V 83)·
- γ) με μεγάλη προθυμία:
- εάν ακούσῃς … σκευήν επιβουλίας και ου … σπεύσῃς ολοψύχως να δείξεις τον επίβουλον … (Σπαν. P 21)·
- δ) ορμητικά, γρήγορα:
- ηρέθιζον (ενν. τον ίππον) και … ολοψύχως προς Μαξιμούν εντέχνως απηρχόμην (Διγ. Gr. 2916).
[μτγν. (;) επίρρ. ολοψύχως (TLG). Ο υπερθ. σε έγγρ. του 16.-17. αι.]
- α) Με όλη την ψυχή, εγκάρδια: