Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολοσχερής -ής -ές [olosxerís] Ε10 : που αφορά όλα τα στοιχεία της έννοιας στην οποία αναφέρεται: ~ ήττα. Yπέστησαν ολοσχερή καταστρο φή.
ολοσχερώς ΕΠIΡΡ εντελώς, πλήρως: Tο εργαστήριο καταστράφηκε ~. [λόγ. < αρχ. ὁλοσχερής· λόγ. < ελνστ. ὁλοσχερῶς]