Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοσκέπαστος, επίθ.
-
- 1) Που είναι σκεπασμένος σ’ όλη την επιφάνειά του:
- 'δάφος … ολοσκέπαστον με της Περσίας πεύκια (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1771]).
- 2) (Προκ. για υπόγεια σήραγγα, πέρασμα υπόγειο για την προσπέλαση των τειχών):
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 47925).
- 3) (Προκ. για πρόσωπο) που έχει εντελώς καλυμμένο το κεφάλι:
- γραιά … σεμνή και ολοσκέπαστος (Λίβ. P 1895).
[<ολο‑ + επίθ. σκεπαστός]
- 1) Που είναι σκεπασμένος σ’ όλη την επιφάνειά του: