Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολονύκτιος, επίθ.
-
- (Προκ. για ιερή ακολουθία με έντονα παρακλητικό χαρακτήρα) που διαρκεί όλη τη νύχτα:
- έκαμαν όλ’ οι ιερείς εις τες ενορίες τους ολονύκτιον δέησιν (Συναδ. φ. 54v)·
- (προκ. για ατομική προσευχή):
- εκοπίαζε περισσώς εις την άσκησιν με … προσευχήν και αγρυπνίαν ολονύκτιον (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16372).
- Το ουδ. ως ουσ. = ολονυκτία:
- εξυπνούσι διά το ολονύκτιον, πάντες δε αγρυπνούσι (Προσκυν. Ιβ. 535 192).
[<ολο‑ + μτγν. επίθ. νύκτιος. Ουδ. ’ληνύχτιο σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- (Προκ. για ιερή ακολουθία με έντονα παρακλητικό χαρακτήρα) που διαρκεί όλη τη νύχτα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολονύκτιος -α -ο [oloníktios] & ολονύχτιος -α -ο [oloníxtios] Ε6 : που διαρκεί όλη τη νύχτα: Ολονύκτια συγκέντρωση / χαρτοπαιξία / διασκέδαση. Ολονύκτιο πάρτι / γλέντι.
[λόγ. < ελνστ. ὁλονύκτιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]