Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολομέλεια η [olomélia] Ο27 : το σύνολο των μελών ενός συνόλου προσώπων, ιδίως όταν αυτό συνεδριάζει: H ~ της βουλής / του Aρείου Πάγου / ενός συνεδρίου. H βουλή συνεδριάζει σε ~. ANT κατά τμήματα. H ~ της κεντρικής επιτροπής ενός κόμματος.
[λόγ. < αρχ. ὁλομέλεια `ακεραιότητα των μελών (του σώματος)΄ σημδ. γαλλ. séance plénière ή αγγλ. plenary session]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολομέλεια η.
-
- Το σύνολο των μελών του σώματος:
- (Μάρκ., Βουλκ. 3468).
[μτγν. ουσ. ολομέλεια. Η λ. και σήμ.]
- Το σύνολο των μελών του σώματος: