Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοκόκκινος, επίθ.
-
- 1)
- α) Εντελώς κόκκινος, κατακόκκινος:
- σέλα … με φούντας ολοκόκκινας (Αχιλλ. L 812)·
- κάστρον ολοκόκκινον (Πορτολ. Β 4610)·
- β) βαμμένος κόκκινος από αίμα:
- σπαθί ολοκόκκινον από το τόσον αίμα (Ερωτόκρ. Δ́ 1132).
- α) Εντελώς κόκκινος, κατακόκκινος:
- 2) (Προκ. για γυναικεία μορφή που ακτινοβολεί σαν φλόγα):
- (Λίβ. Esc. 485).
[<ολο‑ + επίθ. κόκκινος. Η λ. και σήμ.]
- 1)