Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολοκαύτωμα το [olokáftoma] Ο49 : μεγάλη θυσία, ιδίως ανθρώπινων ζω ών, συνήθ. για υψηλά ιδανικά: Tο ~ του Aρκαδίου. Έδωσαν τη ζωή τους ~ για την ελευθερία. Γίνομαι ~, θυσιάζομαι. || (επέκτ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή αφανισμός μεγάλου αριθμού ανθρώπων: Πυρηνικό ~. Tο ~ των Εβραίων, η γενοκτονία. || για κτ. που καίγεται, που παίρνει φωτιά: Στην πυρκαγιά του εργοστασίου, έπιπλα, υφάσματα και άλλα εύφλεκτα υλικά έγιναν ~.
[λόγ. < ελνστ. ὁλοκαύτωμα `θυσία που καίγεται ολόκληρη΄ & σημδ. γαλλ. holocauste ή αγγλ. holocaust < υστλατ. holocaustum < ελνστ. ὁλόκαυστος (ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοκαύτωμα το· γεν. ολοκαύτωμα.
-
- 1)
- α) Ζώο που καίγεται ολόκληρο κατά τη θυσία:
- για ολοκαύτωμα ασερνικό τέλειο να το προσφέρει (Πεντ. Λευιτ. I 10)·
- β) (προκ. για ορισμένα μέλη του ζώου που καίγονται εντελώς):
- (Πεντ. Λευιτ. I 9).
- α) Ζώο που καίγεται ολόκληρο κατά τη θυσία:
- 2) (Συνεκδ.) θυσία κατά την οποία καίγεται ολόκληρο το θύμα:
- να κάμει (ενν. ο Ααρών) το ολοκαύτωμά του (Πεντ. Λευιτ. XVI 24· Δούκ. 3412)·
- (προκ. για ανθρώπινη θυσία):
- ανέβασέ τον (ενν. τον υιό σου) εκεί για ολοκαύτωμα (Πεντ. Γέν. XXII 2).
[μτγν. ουσ. ολοκαύτωμα. Η λ. και σήμ.]
- 1)