Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοκάθαρος, επίθ.· 'λοκάθαρος.
-
- 1) Εντελώς διαυγής, διάφανος·
- (σε συνεκδ.):
- βρύσες ολοκάθαρες … αναβρούσαν (Θησ. Ζ́ [576]).
- (σε συνεκδ.):
- 2) (Προκ. για μέταλλο) αμιγής, χωρίς προσμίξεις, ατόφυος:
- χρυσάφιν ολοκάθαρον (Γεωργηλ., Βελ. Λ 622).
- 3) (Μεταφ.) αγνός, άδολος, αληθινός:
- πίστιν ολοκάθαρη (Θησ. Ί [268])·
- καρδία 'λοκάθαρη (Θησ. Γ́ [583]).
[<ολο‑ + επίθ. καθαρός. Η λ. τον 7. αι. και σήμ.]
- 1) Εντελώς διαυγής, διάφανος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολοκάθαρος -η -ο [olokáθaros] Ε5 : που είναι εντελώς καθαρός· πεντακάθαρος: Ολοκάθαρα σεντόνια. || (μτφ.): Ολοκάθαρη αλήθεια.
ολοκάθαρα ΕΠIΡΡ. [μσν. ολοκάθαρος < ολο- + καθαρ(ός) -ος]