Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοζώντανος, επίθ.
-
- α) (Επιτ.) ζωντανός:
- εκείνοι οπού ήσαν εις το αυτόν κακόν εντέχεται να τους φυτέψουν ολοζώντανους απακάτω της γης (Ασσίζ. 47423‑4).
- β) (μεταφ. προκ. για μούστο) που είναι όλο ζωή, ζωντάνια, ζωηρός, ορμητικός:
- (Κρασοπ. V 70).
[<ολο‑ + επίθ. ζωντανός. Η λ. και σήμ.]
- α) (Επιτ.) ζωντανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολοζώντανος -η -ο [olozóndanos] Ε5 : 1. που δίνει την εντύπωση ότι είναι ζωντανός, πραγματικός: Mου φάνηκε ότι τον είδα ολοζώντανο μπροστά μου. 2. (μτφ.) που είναι γεμάτος ζωντάνια. α. (για πρόσ.) που έχει ιδιαίτερα μεγάλη διάθεση για ζωή, για δράση: Ένας ~ τύπος. β. που αναπαριστά κτ. με ιδιαίτερη ζωηρότητα: Ολοζώντανες αναμνήσεις.
ολοζώντανα ΕΠIΡΡ. [μσν. ολοζώντανος < ολο- + ζωνταν(ός) -ος]