Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολογράφως
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολογράφως [oloγráfos] επίρρ. : (για γραφή λέξης, φράσης κτλ.) με όλα τα γράμματα, με ολόκληρες λέξεις και όχι με συντμήσεις ή με αριθμούς: Nα υπογράψεις ~, όχι με μονογραφή. Tα χρηματικά ποσά να γράφονται αριθμητικώς και ~.

[λόγ. < ελνστ. επίθ. ὁλόγραφ(ος) `γραμμένος πλήρως΄ -ως (πρβ. ελνστ. ὁλογράφως `με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες