Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολοένα [oloéna] επίρρ. : 1. χρονικό, για κτ. που επανειλημμένα επαναλαμβάνεται και που τελικά αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό στοιχείο· συνεχώς, πάντα: ~ γκρινιάζει / θυμώνει / ενοχλεί, όλο. 2. (συνήθ. με το και) με επιτατική λειτουργία για να προσδιορίσει κτ. που συνεχώς, βαθμηδόν αυξάνεται, μεγαλώνει· όλο και, συνεχώς και: α. με επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Συνεχίζονται οι εργασίες με ~ (και) πιο γοργό ρυθμό. ~ και πιο γρήγορα. β. με ρήμα εξακολουθητικού χρόνου· συνεχώς, όσο πάει και: Tο κρύο ~ και γινόταν πιο τσουχτερό. Οι αντιθέσεις ~ και οξύνονται.
[μσν. ολοένα < φρ. όλο ένα]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοένα, επίρρ.· ολογένα· ολονένα· ολονέναν.
-
- 1) (Για να δηλωθεί επανάληψη λόγου ή πράξης) κάθε τόσο, συχνά:
- να έχομε καβγάδες ολονένα (Συναδ. φ. 61V· Λίμπον. 374).
- 2) (Για να δηλωθεί η διάρκεια μιας πράξης) συνεχώς, διαρκώς:
- το κοπέλι του έστεκε ολοένα εκεί (Καρτάν. Π. Ν. Διαθ. φ. 185V· Παλαμήδ., Βοηβ. 208).
- 3) (Για να δηλωθεί η συνέχιση μιας πράξης ή κατάστασης με το πέρασμα των χρόνων) μέχρι και σήμερα:
- αφόντις άρχισε το σχίσμα … ολονένα ούτε η βασιλεία ούτε η Εκκλησία ορθοπόδησαν (Ροδινός 149).
- 4) (Για να δηλωθεί σταδιακή εξέλιξη κατάστασης, συναισθήματος, κλπ.) ολοένα, συνέχεια:
- εμένα ολοένα ο θυμός επερίσσευέ με (Διγ. Άνδρ. 3968).
- 5) (Προκ. για κτίσμα) σ’ όλη την έκταση:
- το καστέλλιν, … μάρμαρον ολονένα (Λόγ. παρηγ. O 428).
[<συνεκφ. της έκφρ. όλο ένα. Ο τ. ολονένα και σήμ. ιδιωμ. (Ζώης). Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- 1) (Για να δηλωθεί επανάληψη λόγου ή πράξης) κάθε τόσο, συχνά: