Παράλληλη αναζήτηση
277 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όλο, επίρρ.,
- βλ. όλον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όλο 1 [ólo] επίρρ. : 1. χρονικό, για κτ. που επανειλημμένα επαναλαμβάνεται και που τελικά συνιστά μόνιμο χαρακτηριστικό στοιχείο· συνεχώς, συνέχεια, πάντα: ~ χαρούμενος / γελαστός / πρόθυμος / βιαστικός. ~ γελάει. ~ βρίζει / κοιμάται / διαβάζει. Tι θα γίνει ~ θα ψηλώνεις; ~ λάθη κάνει / γκρινιάζει / παραπονιέται, ολοένα. ~ κάτι έχει να μας πει. ~ δουλειές / διάβασμα βαρέθηκα! 2. (συνήθ. με το και) με επιτατική λειτουργία, για να προσδιορίσει κτ. που συνεχώς, βαθμηδόν αυξάνεται, μεγαλώνει· ολοένα και. α. με επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: ~ και περισσότεροι / πιο πολλοί μαθητές, συνέχεια αυξάνεται ο αριθμός τους. ~ και ψηλότερα, συνεχώς και πιο ψηλά. ~ και πιο έντονα. ~ και πιο συχνά. (έκφρ.) ~ και κάτι: ~ και κάτι έχει να προσθέσει, πάντοτε έχει να προσθέσει κτ. β. με ρήμα εξακολουθητικού χρόνου· συνεχώς, ολοένα και, όσο πάει και: H βροχή ~ και δυναμώνει, όσο πάει και δυναμώνει, συνεχώς.
[αρχ. ὅλον `τελείως΄ (< επίθ. ὅλος) (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όλο 2 επιφ. : συνήθ. παρατεταμένο [óloo
] δηλώνει επιδοκιμασία, ενθουσιασμό, μεγάλη ικανοποίηση κτλ. και συχνά συνοδεύεται από χειροκρότημα: Nικήσαμε ~!, μπράβο, ζήτω. || (παρωχ.) επιφώνημα του κοινού μετά το τέλος μιας θεατρικής ή άλλης παράστασης με το οποίο ζητά κάποια συνέχεια, επανάληψη κτλ.
[ουδ. της αντων. όλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολο- [olo] & ολό- [oló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ολ- [ol], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· συνήθ.: 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό, σχηματίζοντας με σύνθετη λέξη τον υπερθετικό βαθμό του· (πρβ. θεο-, κατα-): ολόγυμνος, ~ζώντανος, ολόισιος, ~καίνουριος, τελείως γυμνός, πάρα πολύ ζωντανός, ίσιος κτλ. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αποκλειστικά του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κατα-): ~κόκκινος, ολόλευκος, ~πράσινος. β. χαρακτηρίζεται, αποτελείται ή είναι φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο από το υλικό που εκφράζει το β' συνθετικό: ολάργυρος, ολόμαλλος, ~μέταξος, ολόχρυσος. γ. αναφέρεται σε ολόκληρη την έννοια του β' συνθετικού, αφορά ή καλύπτει το σύνολο, όλη την επιφάνεια αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~σέλιδος, ολόσωμος. || (χρονικά): ~ήμερος, ~νύκτιος· ολημερίς, ~νυχτίς. II. σε σύνθετους επιστημονικούς όρους: ~ζωικός, ολόκαινος· ~ένζυμο, ~παράσιτο, ~μόρφωση.
[I1: ελνστ. ὁλ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ὅλο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὁλό-χαλκος, ὁλ-άργυρος· I2: & λόγ. < ελνστ. ὁλο-· II: λόγ. < διεθ. holo- < ελνστ. ὁλο-: ολό-καινος, ολο-παράσιτο < holo- + -cene, holo- + -parasite]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοάγουρος, επίθ.
-
- Εντελώς άγουρος·
- (προκ. για καρπό):
- (Λίβ. Sc. 1364).
- (προκ. για καρπό):
[<ολο‑ + επίθ. άγουρος]
- Εντελώς άγουρος·
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοαιμάτωτος, επίθ.· ολομάτωτος.
-
- Που είναι γεμάτος αίματα, καταματωμένος:
- (Ερωτόκρ. Έ 9)·
- σπαθί ολομάτωτο (Ροδολ. Ά 532).
[<ολο‑ + αιματώνω. Ο τ. και σήμ. ποντ.]
- Που είναι γεμάτος αίματα, καταματωμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοαναίσθητος, επίθ.
-
- Που έχει χάσει εντελώς τις αισθήσεις του:
- ευρίσκει (ενν. ο βασιλεύς) … την κόρην ολοαναίσθητον (Καλλίμ. 1319).
[<ολο‑ + επίθ. αναίσθητος]
- Που έχει χάσει εντελώς τις αισθήσεις του:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοανασκομπωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που έχει ανασηκωμένα τα μανίκια (για να κάνει κάπ. δουλειά):
- γυμνός τα χέρια του (ενν. ο Ιούλιος) και ολοανασκομπωμένος (Λίβ. (Lamb.) N 912).
[<ολο‑ + μτχ. παρκ. του ανασκομπώνω]
- Που έχει ανασηκωμένα τα μανίκια (για να κάνει κάπ. δουλειά):
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοανέκφραστος, επίθ.· συγκρ. ολοανεκφραστότερος.
-
- (Επιτ.) που δεν μπορεί να περιγραφεί, εντελώς απερίγραπτος, ανείπωτος:
- (Επιθαλ. Ανδρ. Β́ 552).
[<ολο‑ + επίθ. ανέκφραστος]
- (Επιτ.) που δεν μπορεί να περιγραφεί, εντελώς απερίγραπτος, ανείπωτος:
[Λεξικό Κριαρά]
- ολοαρμάτωτος, επίθ.
-
- Πάνοπλος:
- έρχονταν (ενν. οι κορασίδες στα φαριά) ολοαρμάτωτες … και … έδειχναν στον κάμπον την ανδρειάν τους (Θησ. (Foll.) I 71).
[<ολο‑ + αρματώνω]
- Πάνοπλος: