Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολμοβόλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολμοβόλο το [olmovólo] Ο39 : (στρατ.) είδος μικρού εμπροσθογεμούς πυροβόλου2 με πολύ κοντή κάννη, κατάλληλο για βολές πολύ καμπύλης τροχιάς· όλμοςα.

[λόγ. όλμ(ος) -ο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες