Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολκή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολκή η [olkí] Ο29 (χωρίς πληθ., συνήθ. στη γεν. εν.) : για να δηλώσουμε τη μεγάλη ικανότητα, αξία, σπουδαιότητα κτλ. ενός ανθρώπου ή μιας συμπεριφοράς: Πολιτικός / καλλιτέχνης (μεγάλης) ολκής. || (ειρ.): Διαρρήκτης / απατεώνας / βλάκας ολκής. Λάθος ολκής.

[λόγ. < αρχ. ὁλκή `τράβηγμα, κτ. που βαραίνει τη ζυγαριά΄ σημδ. γαλλ. de poids]

[Λεξικό Κριαρά]
ολκή η.
  • 1) Βάρος:
    • αγοράσαι κανέλ(α) και πιπέρι εξίσου την ολκήν (Rechenb. 142).
  • 2) Μονάδα βάρους ίση με το ένα όγδοο της ουγγιάς:
    • η ουγγία ολκές ή (Metrol. 14318).

[αρχ. ουσ. ολκή. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες