Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολισμός ο [olizmós] Ο17 : (φιλοσ.) θεωρία που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αι. και, στην προσπάθειά της να δώσει απάντηση στο πρόβλημα της σχέσης μεταξύ μέρους και όλου, προσέδωσε απόλυτο χαρακτήρα στο όλο.
[λόγ. < αγγλ. holism < αρχ. ὅλ(ος) -ism = -ισμός]