Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολισθαίνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολισθαίνω [olisθéno] Ρ αόρ. ολίσθησα, απαρέμφ. ολισθήσει : (λόγ.) 1. γλιστρώ. 2. (μτφ.) α. υποπίπτω σε κάποιο παράπτωμα ιδίως ηθικό: ~ προς την αμαρτία. β. κινδυνεύω να πάθω κτ. κακό: H χώρα ολισθαίνει προς τον πόλεμο / την καταστροφή. Ολισθαίνει κάποιος προς τη μελαγχολία.

[λόγ. < αρχ. ὀλισθαίνω, ὀλισθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες