Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγόψυχος, επίθ.
-
- 1)
- α) Που δεν έχει αρκετή δύναμη, σθένος· λιπόψυχος:
- οι δε ολιγόψυχοι μη υποφέροντες (ενν. τους πειρασμούς) απόλλυνται (Φυσιολ. (Zur.) XLIII 319)·
- β) φοβητσιάρης, δειλός:
- με λόγια παρηγορητικά ενεδυνάμωναν τους ολιγοψύχους (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 88).
- α) Που δεν έχει αρκετή δύναμη, σθένος· λιπόψυχος:
- 2) Ανυπόμονος:
- καλόν είναι ο μακρόψυχος … παρά τον ολιγόψυχον ες την ερωτοτέχνην (Λίβ. Esc. 1153).
- Το ουδ. ως ουσ. = έλλειψη ψυχραιμίας· ανυπομονησία:
- διά το ολιγόψυχον, τό εθεώρουν εις εκείνον, είπα τον: «στα, μη ολιγωρείς …» (Λίβ. P 2407).
[μτγν. επιθ. ολιγόψυχος. Τ. λιγόψυχος στο Somav. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγόψυχος -η -ο [oliγópsixos] Ε5 : (λόγ.) λιγόψυχος.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόψυχος]