Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγόπιστος, επίθ.
-
- Που δεν έχει ισχυρή θρησκευτική πίστη:
- ολιγόψυχε και ολιγόπιστε άνθρωπε (Πηγά, Χρυσοπ. 199 (25)).
[μτγν. επίθ. ολιγόπιστος. Τ. λιγόπιστος στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ. (λόγ.)]
- Που δεν έχει ισχυρή θρησκευτική πίστη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγόπιστος -η -ο [oliγópistos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν έχει έντονη θρησκευτική πίστη.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγόπιστος]