Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγοψυχώ [oliγopsixó] Ρ10.9α : (λόγ.) λιγοψυχώ.
[λόγ. < ελνστ. ὀλιγοψυχῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγοψυχώ· λιγοψυχώ.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
- (Προδρ. III 105)·
- β) ζαλίζομαι, έχω τάση λιποθυμίας:
- εκ το κράτημαν του δακτυλιδοπούλου αγανακτεί, λιγοψυχεί, ζαλίζεται (Καλλίμ. 1770).
- α) Χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ:
- 2) Εξασθενώ, χάνω τις δυνάμεις μου·
- (εδώ με υποκ. τη λ. καρδιά):
- (Αλφ. 1074).
- (εδώ με υποκ. τη λ. καρδιά):
- 3) Χάνω το θάρρος, το κουράγιο μου, λιποψυχώ:
- (Hist. imp. 1233‑4)·
- ο λαός των Εβραίων ολιγοψύχησαν και εγόγγυζον εις τον Θεόν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 61).
- 4) Επιθυμώ πολύ, λαχταρώ:
- Ακούσας ταύτα ο Φλώριος … λιγοψυχά, λιγοθυμά να μάθει διά την κόρην (Φλώρ. 1252· Φορτουν. Ά 261)·
- (με υποκ. τη λ. καρδιά):
- (Ερωτόκρ. Γ́ 1349).
- 5) Ανυπομονώ:
- λιγοψυχά ο Ρωτόκριτος … να 'ν’ πρώτος, για τον κύρη του, να τρέξει το κοντάρι (Ερωτόκρ. Β́ 1369).
- 1)
- II. (Μέσ.) λιποθυμώ:
- φιλούν (ενν. αι πονηραί γυναίκες) περιλαμπάνουν σε, τάχα λιγοψυχώνται και τότε παγιδεύονται το πώς να σε κομπώσουν (Αλφ. 2386).
[αρχ. ολιγοψυχέω. Ο τ. λιγοψυχώ στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ολιγοψύχως, επίρρ.
-
- Φρ. ολιγοψύχως έχω = ανυπομονώ:
- (Καλλίμ. 1532).
[<επίθ. ολιγόψυχος. Η λ. τον 4. αι.]
- Φρ. ολιγοψύχως έχω = ανυπομονώ: