Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγοψυχία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ολιγοψυχία η· λιγοψυχία· λιγοψυχιά.
  • 1) Έλλειψη θάρρους, ψυχικού σθένους, ατολμία, δειλία:
    • αφήνουσι (ενν. οι Φράγκοι) την Τένεδο εις των Τουρκών το χέρι· για δέτε, μια λιγοψυχιά … (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40019· Λίβ. Sc. 3115).
  • 2) Λιποθυμία (εδώ προσποιητή):
    • τρέχασιν τα σάλια του (ενν. του κάτη) εις την λιγοψυχιάν του (Κάτης (Χόλτον) 42).

[αρχ. ουσ. ολιγοψυχία. Ο τ. ‑ία στο Du Cange (λ. λίγος) και σήμ. Ο τ. ‑ιά και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες