Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολιγομελής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολιγομελής -ής -ές [oliγomelís] Ε10 : που αποτελείται, που συνίσταται από λίγα μέλη1. ANT πολυμελής: Mία ~ επιτροπή / χορωδία. Ολιγομελές δικαστήριο / διοικητικό συμβούλιο.

[λόγ. ολιγο- + -μελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες