Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ολιγαρχία η [oliγarxía] Ο25 : πολιτικό καθεστώς στο οποίο η εξουσία ανήκει σε μία μικρή και συνήθ. προνομιούχα ομάδα: Ολιγαρχίες και δημοκρατίες της αρχαίας Ελλάδας. || (επέκτ.): H ~ του πλούτου ή η οικονομική ~, για μικρή ομάδα ατόμων που κατέχει μεγάλο τμήμα του πλούτου μιας χώρας.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγαρχία]